- μονοτυπικός
- -ή, -ό1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία ταξινομική βαθμίδα η οποία περιλαμβάνει μία μόνο άμεσα κατώτερη βαθμίδα (α. «μονοτυπικό γένος» — το γένος στο οποίο ανήκει ένα μόνο είδοςβ. «μονοτυπική οικογένεια» — οικογένεια στην οποία ανήκει ένα μόνο γένος)2. φρ. «μονοτυπική μηχανή»(τυπογρ.) μηχανή με την οποία εκτελείται αυτόματη στοιχειοθεσία με τη χύτευση αυτοτελών ξεχωριστών κινητών χαρακτήρων αντί ολόκληρων στίχων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. monotypie (< μον[ο]-* + τύπος)].
Dictionary of Greek. 2013.